ἑκών

ἑκών
ἑκών (ἑκών, -όντος, -όντι; -όντες; -όντι)
1 willing, ready

ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο O. 10.29

ἑκὼν ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96

τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσονP. 4.165

καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔντυνεν P. 4.181

κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες N. 8.10

τῷ παρεόντι δ' ἐπαινήσαις ἑκὼν ἄλλοτ ἀλλοῖα φρόνει” fr. 43. 4. οὔτις ἑκὼν κακὸν εὕρετο fr. 226.

ἑκόντι τοίνυν πρέπει νόῳ τὸν εὐεργέταν ὑπαντιάσαι P. 5.43

ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν P. 8.67

ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος N. 6.57


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἑκών — vásmi masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκών — ούσα, όν (AM ἑκών, οῡσα, όν) αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής αρχ. 1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» επίτηδες αποτύγχανε) 2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» όσο εξαρτάται από… …   Dictionary of Greek

  • Ἑκῶν — Ἕκης masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ. — См. В непогоду не до плаванья …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἑκόν — ἑκών vásmi masc voc sg ἑκών vásmi neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκόντα — ἑκών vásmi neut nom/voc/acc pl ἑκών vásmi masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκουσῶν — ἑκών vásmi fem gen pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκοῦσα — ἑκών vásmi fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκοῦσαι — ἑκών vásmi fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκοῦσαν — ἑκών vásmi fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκοῦσι — ἑκών vásmi masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”